- νερίνη
- και νηρίνη, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αμαρυλλιδίδες με 30 περίπου είδη πολυετών βολβόρριζων ποωδών φυτών, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nerine < νεολατ. nerine < λατ. Nerine «Νηρηίδα» < Νηρεύς].
Dictionary of Greek. 2013.